- αιμοστατικά φάρμακα
- Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η θρομβίνη, το διάλυμα αδρεναλίνης, το ταννικό οξύ κλπ. Γενικά, είναι η βιταμίνη Κ και τα συγγενή της, ορισμένα οιστρογόνα, το αμινοκαπροϊκό οξύ, η βιταμίνη C και διάφοροι παράγοντες του αίματος.
Dictionary of Greek. 2013.