αιμοστατικά φάρμακα

αιμοστατικά φάρμακα
Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η θρομβίνη, το διάλυμα αδρεναλίνης, το ταννικό οξύ κλπ. Γενικά, είναι η βιταμίνη Κ και τα συγγενή της, ορισμένα οιστρογόνα, το αμινοκαπροϊκό οξύ, η βιταμίνη C και διάφοροι παράγοντες του αίματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι …   Dictionary of Greek

  • αιμοστατικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που σταματά την αιμορραγία: Ο γιατρός τού έδωσε αιμοστατικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”